ἀνυχτοσκάριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνυχτοσκάριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνυχτοσκάριστος ἐπίθ. Πελοπν. (᾽Ανδροῦσ. Μεσσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *νυχτοσκαριστὸς<νυχτοσκαρίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἐξαχθεὶς πρὸς βοσκὴν κατὰ τὴν νύχτα, ἐπὶ ζῴων ἔνθ’ ἀν.: Ὅγο͜ιος τὸν πονεῖ τὰ βγάνει τὰ πρόβατα, ὅγο͜ιος δὲν τὸν πονεῖ καὶ κρυγαίνει τ᾽ ἀφίνει ἀνυχτοσκάριστα ’Ανδροῦσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA