ἀνωγει͜άζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνωγει͜άζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνωγει͜άζω Κύθηρ. Πάρ. (Λεῦκ.) Χίος (Βολισσ.) - ΣΜατσούκ. Γλυκοχαράμ. 13 Μετοχ. ἀνουγει͜ασμένους Μακεδ. (Βελβ.) ἀνωγεσμένος Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνώγει. Ἡ λ. καὶ ἐν χειρογρ. Πάρου τοῦ 1634.
Σημασιολογία
1) Κτίζω ἄνω πάτωμα, ἀνώγειον Χίος (Βολισσ.): ᾿Ανωγει͜άζω τὸ σπίτι. Μετοχ. ὁ ἔχων ἀνώγειον Ἤπ. Κύθηρ. Μακεδ. (Βελβ.) - ΣΜατσούκ. ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Βάνου, φκει͜άνου τὸ σπίτι μου ψηλὸ κιˬ ἀνωγεσμένο. ᾽Ηπ. Πὄχει τὰ σπίτιˬα τὰ ψηλά, ψηλὰ κιˬ ἀνουγει͜ασμένα Βέλβ. - Ποίημ. Σπίτιˬα ψηλὰ δὲ ζήλεψα, ψηλὰ κιˬ ἀνωγει͜ασμένα ΣΜατσούκ. ἔνθ᾽ ἀν. 2) Κατασκευάζω τὴν στέγην κτιζομένης οἰκίας Πάρ. (Λεῦκ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA