ἀνωγοκάτωγο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνωγοκάτωγο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνωγοκάτωγο τό, Κύθηρ. Ψαρ. Χίος ἀνωκάτωγο Κύθηρ. Πελοπν. (᾿Ολυμπ.) ἀνωκάτωγου Στερελλ. (᾿Αρτοτ.) ἀνωκάτωο Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀνώγει καὶ κατώγει. Ὁ πλήρης τύπος ἀνωγοκάτωγον καὶ ἐν χειρογρ. τοῦ 1561. ᾽Ιδ. MMiklosich-Müller Acta 264. Ὁ τύπ. ἀνωκάτωγο ἢ κατ᾽ ἀνομ. ἢ ἐξ ἐπιδράσεως τοῦ ἐπιρρ. ἄνω.
Σημασιολογία
’Ανώγειον καὶ κατώγειον οἰκίας ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. φρ. Κάνει ἀνωγοκάτωγα μὲ τὸ νοῦ του (ἐπὶ φαντασιοκόπου. Συνών. παροιμ. φρ. μὲ τὰ λόγια χτίζει ἀνώγει͜α καὶ κατώγει͜α) Κύθηρ. || ᾎσμ. Μακάρι πετροχαλασμὸς ᾽ς τ᾽ ἀνωκάτωά σου! Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA