ἄσπιλας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄσπιλας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἄσπιλας ὁ, Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἄσπιλος.

Σημασιολογία

Εὐχὴ τοῦ ἀποδείπνου ἀναγινωσκομένη καὶ κατὰ τὴν ἀκολουθίαν τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, ἀρχομένη δὲ διὰ τοῦ «ἄσπιλε, ἀμόλυντε κττ.»: Εἶπαν τὸν ἄσπιλαν ᾽πόψε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/