ἀσπιρίνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπιρίνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσπιρίνη ἡ, λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Γερμαν. Aspirin.
Σημασιολογία
Τὸ ἀκετυλοσαλικυλικὸν ὀξύ, φάρμακον ἀντιρρευματικὸν καὶ λυσίπονον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA