ἀσπίτωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπίτωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσπίτωτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀσπίτουτους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σπιτωτὸς<σπιτώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἄσπιτος, ὃ ἰδ.: ᾿Ασπίτωτη οἰκογένεια. 2) Θηλ., ἡ μὴ ἐγκατασταθεῖσα εἰς ἴδιον οἶκον, ἀλλὰ διατρεφομένη ὑπὸ τοῦ ἐραστοῦ της, ἐπὶ ἐλευθερίου γυναικός: Τὴν ἔχει ἀσπίτωτη σύνηθ. Βάρδα ἀπὸ ἀσπίτωτες Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA