ἀσπλάχνητα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπλάχνητα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀσπλάχνητα ἐπίρρ. ΣΜατσούκ. Γλυκοχαράμ. 43 ἀσπλάχνετα Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀσπλάχνητος.
Σημασιολογία
Ἄσπλαχνα, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Δρόμαγε ᾿ς τὴν ἀτέλε͜ιωτη στράτα τοῦ καταδότη, ποῦ φαρμακώνει ἀσπλάχνητα τὴ μάννα ποῦ τὸν γέννα ΣΜατσούκ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA