ἀσπρίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδἐτερο
Τυπολογία
ἀσπρίδι τό, Κύθηρ. ἀσπρίδ’ Στερελλ. (Δεσφίν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τῆς καταλ. –ίδι.
Σημασιολογία
1) Λευκὸν σημεῖον Κύθηρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσπράδι 1. 2) Τὸ λεύκωμα τοῦ ᾠοῦ Στερελλ. (Δεσφίν.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσπράδι 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA