ἄσπρισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσπρισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄσπρισμα τό, κοιν. ἄπρισμα Μακεδ. (Χαλκιδ.) κ.ἀ. ἄσπριμα Πόντ. (Κοτύωρ.) ἄσπρισμαν Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Κερασ. Σαντ Τραπ.) ἄσπριγμαν Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀσπρίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Γερμ. Διὰ τὸν τύπ. ἄσπριμα παρὰ τὸ ἄσπρισμα πβ. ΣΚαψωμένον ἐν Byzant.-Neugr. Jahrb. 16 (1939/40) 22.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ κάμνῃ κἀνεὶς κἄτι λευκόν, ἡ λεύκανσις διὰ πλύσεως ἢ καθάρσεως ἔνθ’ ἀν.: Τὸ ἄσπρισμα τοῦ παννιοῦ (ἡ διὰ τῆς ἐμβαπτίσεως τοῦ παννιοῦ ἐν τῷ ὕδατι λεύκανσις αὐτοῦ) κοιν. 2) Ἡ ἐπάλειψις δι᾽ ἀσβέστου διαλελυμένης ἐν τῷ ὕδατι, κονίασις, ἀσβεστόχρισις ἔνθ’ ἀν.: Ἄσπρισμα τοῦ τοίχου-τοῦ σπιτιˬοῦ κττ. Σήμερα ἔχουμε ἄσπρισμα κοιν. Συνών. ἀσβεστοχύλισμα, ἀσβέστωμα 1, ἀσβέστωσι, ἀσπρισιˬά, ἀσπρόγε͜ιασμαν, γαλάχτισμα, μπαντάνισμα. 3) Ἡ διὰ ψιμυθίου λεύκανσις τοῦ προσώπου πολλαχ.: Μωρέ, τί ἄσπρισμα ποῦ τό ’χει αὐτὸ τὸ κορίτσι!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA