ἀσπρίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπρίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀσπρίτσα ἡ, Θεσσ (Καρδίτσ. Λάρισ.) Μακεδ. Στερελλ. (Δομοκ.) –ΓΣακελλοπ. Ἀνοιξιάτ. γεννήμ. 5.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τῆς καταλ. –ίτσα.

Σημασιολογία

1) Ἀσπραραπόσιτο, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. 2) Ὑπὸ τὸν τύπ. ἀσπρίτσα τῆς Κούρλας, ὁ ἰχθὺς λευκίσκος ὀ ὑπέρυθρος (leuciscus rutilus) τοῦ γένους τῶν κυπρίνων (cyprinidae) τῆς τάξεως τῶν φυσοστόμων (physostomi) Μακεδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/