ἀσπροβδόμαδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπροβδόμαδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσπροβδόμαδο τό, Ἤπ. –Λεξ. Δημητρ. ἀσπρουβδόμαδου Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. βδομάδα παρὰ τὸ ἐβδομάδα ἴσως διὰ μεταπλασμὸν πρὸς τὸ σαραντάηˬμερο. Πβ. καὶ πρωτοβδόμαδο, πρωτοκύριˬακο.

Σημασιολογία

Ἡ πρώτη ἑβδομὰς τοῦ Πάσχα, ἡ ἑβδομὰς τῆς Διακαινισίμου ἔνθ᾽ ἀν.: Οὕλου τ᾿ ἀσπρουβδόμαδου δὲ δ᾿λεύ᾿ν οὑ κόσμους γιˬὰ τοὺ χαλά’ Αἰτωλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/