ἀσπροβολῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπροβολῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσπροβολῶ Ἰων (Κρήν.) κ.ἀ. –ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2, 215 καὶ 3, 31 –Λεξ. Αἰν. Μ’Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ἀσπροβολάω ἐνιαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –βολῶ, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 242 κἑξ.

Σημασιολογία

Λάμπω ἐκ τῆς λευκότητος, φαίνομαι λευκὸς ἔνθ’ ἀν.: Ἀσπροβολοῦνε τὰ βουνὰ ἀπὸ τὸ χιˬόνι Κρήν. Ἀσπροβολοῦνε τὰ κορίτσιˬα τοῦ σκολε͜ιοῦ ἀπὸ τὲς ἄσπρες φορεσιές αὐτόθ. Τὰ ροῦχα ἀσπροβολοῦν Λεξ. Μ᾽Εγκυκλ. || Ποιήμ. Ἀσπροβολοῦν οἱ πύργοι της ’ς τοῦ Κόρφου της τὸ στόμα ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2, 215 Κοίταξε καὶ τὰ μνήματα ποῦ ἀσπροβολοῦν τριγῦρο ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3, 31. Συνών. ἀσπρίζω Β2, ἀσπρολογῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/