ἀσπρογαλάζιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπρογαλάζιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσπρογαλάζιˬος ἐπίθ. ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 7 –Λεξ. Δημητρ. ἀσπρογάλαζος ΜΦιλήντ. Θρῦλ. 36 ΓΞενοπ. Γυρισμ. 139 –Λεξ. Αἰν. ἀσπρουγάλαους Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν ἐπιθ. ἄσπρος καὶ γαλάζιˬος.

Σημασιολογία

Ἀνοικτὸς κυανοῦς, λευκοκύανος ἔνθ’ ἀν.: Οὐρανὸς ἀσπρουγάλαους Ζαγόρ. Ἔσερνε τὸ καλοθρεμμένο μωρό της ’ς ἕνα κομψό, ἀσπρογάλαζο καρροτσάκι ΓΞενόπ. ἔνθ᾽ ἀν. ‖ Ποιήμ. Ἀσπρογαλάζιˬες καταχνιὲς σέρνονται, χρωματίζουν ΣΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. Νεράιδες ἀσπρογάλαζες πηδοῦν ἀπ᾿ τὴν κορφή του ΜΦιλήντ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀσπρογάλανος 1, ἄσπρογερανος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/