ἀσπρόγε͜ια
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρόγε͜ια
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσπρόγε͜ια ἡ, Σάμ. Σέριφ. Χίος –Λεξ. Βλαστ. 292 ἀσπρόγε͜ιο τό, Κεφαλλ. Πελοπν. (Μάν.) ἀσπρόγειν Κύπρ. ἀσπρόγει Χίος ἀσπρόει Κύθν. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Πόντ. (Ἀμισ.) ἀσπρούγει Κρήτ. (Βιάνν.) ἀσπρούει Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. ἀσπρόγε͜ιος.
Σημασιολογία
Ἀσπρογῆ, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Τοῦτο τὸ χωράφι εἶναι ἀσπρόγε͜ιο Μάν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Θεσσ. Μακεδ. (Φλόρ.), ὑπὸ δὲ τοὺς τύπ. ἀσπρογε͜ιὰ Κύπρ. Ἀσπρόει Κύθηρ. Ἀσπρόε͜ια Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA