ἀσπρογένεις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρογένεις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσπρογένεις ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ (Ὄφ. κ.ἀ.) ἀσπροένεις Σύμ. ἀσπρογέντς Πόντ. (Σάντ. Τραπ.) ἀσπρουγένεις Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀσπρουγέν’ς βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ γένει. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ., ὑπὸ δὲ τὸν τύπ. τ’ Ἀσπρογένει τοπων. ἐν ἐγγράφῳ Ζακύνθου τοῦ ἔτους 1658.
Σημασιολογία
Ἀσπρογενε͜ιάτης, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἔρθεν εἶνας ἀσπρογέντς ᾽ς σὴν πόρταν καὶ ἐψαλάφανεν ἐλεημοσύνην (ἐψαλάφανεν=ἐζήτει) Τραπ. Οὑ ἀσπρουμάλλ’ς κιˬ οὑ ἀσπρουγέν’ς πάντα δὲν εἶνι γέρους Στερελλ. (Ἀράχ.) || Φρ. Ἀσπρογένειν νὰ ἐλέπω σε! (εὐχὴ πρὸς παῖδα, εἴθε νὰ σὲ ἴδω γέροντα!) Τραπ. Ὁ ἅι-Νικόλας ἔναι ἀσπρογένεις (κατὰ τὴν ἑορτήν του χιονίζει) Σκῦρ. || Γνωμ. Βάλε ἀσπρογένει νὰ μὲ κλαδέψῃ, ἀμούστακο νὰ μὲ σκάψῃ (λέγει ἡ ἄμπελος) ΠΓεννάδ. ἐν ᾿Ελλην. γεωργ. 9, 420. Μεταφ. ἐπὶ τοῦ σίτου, οὗτινος τὰ ἄγανα εἶναι λευκὰ Σύμ. Ἀντίθ. μαυρογένεις.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA