ἄνωθεν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄνωθεν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄνωθεν ἐπιρρ. ἄνθεν Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) ἄνθε Πόντ. (Ὄφ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίρρ. ἄνωθεν. Περὶ τῆς λ. πβ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. ᾽Αρχ. 116.
Σημασιολογία
1) ᾿Επὶ στάσεως ἐν τόπῳ, ἄνω, παραπάνω ἔνθ’ ἀν.: Ἄνθεν ἀστὰ (στάσου) Κερασ. Ἄνθεν ᾿ς σ᾿ ὁσπίτι ἔν᾽ (εὑρίσκεται ἐν τῇ παραπάνω οἰκίᾳ) Χαλδ. 2) Ἐπὶ κινήσεως εἰς τόπον, πρὸς τὰ ἐπάνω ἔνθ’ ἀν.: Ἄνθεν ἔλα (ἔλα πρὸς τὰ ἐπάνω) Τραπ. Ἄνθεν ἐδέβεν (διέβη πρὸς τὰ ἐπάνω) Κερασ. 3) Ἐπὶ συγκρίσεως, ὑπεροχῆς, ἐν ἀνωτέρῳ βαθμῷ, κάλλιον ἔνθ’ ἀν.: Τ᾽ ἐμὸν τὸ λῶμαν ἀσ’ σ᾽ ἐσόν κιˬ ἄλλ’ ἂνθεν ἔν᾽ (τὸ ἰδικόν μου ἔνδυμα εἶναι καλύτερον ἀπὸ τὸ ἰδικόν σου) Χαλδ. Ἀποποῦ φαίνομες ντὸ εἶμες ἀσ’σοὶ φτωχοὺς ἄνθεν; (ἀπὸ ποῦ φαινόμεθα ὅτι εἴμεθα ἀνώτεροι τῶν πτωχῶν;) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA