ἀνώτερος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνώτερος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνώτερος ἐπίθ. λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Σάντ. Τραπ.) ἀνούτερος Τσακων. ἀνούτιρους Λέσβ κ.ἀ. ἀνέτερος Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. συγκριτικὸν ἐπίθ. ἀνώτερος. Διὰ τὸν τύπ. ἀνέτερος Πόντ. πβ. τὰ ὅμοια αὐτόθι μειζέτερος, καθέτερος (κατώτερος) κττ.

Σημασιολογία

1) Ὁ εὑρισκόμενος εἰς ὑπέρτερον βαθμόν, τάξιν ἢ κατάστασιν λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: ’Ανώτερος βαθμὸς - ὑπάλληλος κττ. λόγ. κοιν. || Φρ. Καὶ εἰς ἀνώτερα! (εὐχὴ εἰς τὸν προαχθέντα ὅπως προαχθῇ καὶ εἰς ἀνώτερον βαθμὸν) λόγ. κοιν. || Παροιμ. φρ. Μὶ τοὺν ἀνούτιρό σ᾿ σκόρδα μὴ φυτεύ’ς (μὴ ἐρίζῃς πρὸς τοὺς ἰσχυροτέρους σου, διότι πάντως θὰ καταβληθῇς ὑπ’ αὐτῶν) Λέσβ. β) Καλύτερος Πόντ. (Κερασ. Σαντ. Τραπ. Χαλδ.): ’Ατὸς ἀσ’ ἐμὲν ἀνώτερος ἔν᾿. 2) Μεγαλύτερος τὴν ἡλικίαν Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): ’Εμὲν ὁ κύρι μ᾿ ἐδρμένεψεν ν᾽ ἀκούγω πάντα τὸν ἀνέτερο μ’ (ἐμὲ ὁ πατήρ μου συνεβούλευσε κττ.) Χαλδ. 3) Περισσότερος Πόντ. (Κερασ.): ’Ανέτερα ᾽κ’ ἔχω. 4) Ὑψηλότερος Μακεδ.: ᾎσμ. Εὐκει͜άσα τὸ σπιτάκι μου ἀνώτιρ’ ἀπὸ τ’ ἄλλα, μὲ δυˬὸ τρία πατώματα, μ’ ἑξήντα παραθύριˬα. 5) Τὸ οὐδ. ἐπιρρηματ., πλὴν ἐκτὸς Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): ᾿Ασ’ σ᾿ ἐσὲν κιˬ ἀνέτερον κἀνεὶς εὐτάγει ἀ; (πλὴν σοῦ οὐδεὶς πράττει τοῦτο;) Χαλδ. || ᾎσμ. ’Ασ’ σὴν ή μ᾿ κιˬ ἀνέτερα τ’ ἄλλα οὕλ δίγω σε (πλὴν τῆς ψυχῆς μου ὅλα τὰ ἄλλα σοῦ δίδω) Κερασ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/