ἀνώφελα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνώφελα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀνώφελα ἐπίρρ. σύνηθ. ἀνάφελα Κύθηρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ἀνέφελα Κύθηρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων.) Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνώφελος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

’Ανωφελῶς, ἀσκόπως, ματαίως σύνηθ.: Ἀνώφελα πασκίζεις νὰ τὸν βρῇς Πελοπν. (Τριφυλ.) ᾽Ανώφελα πάει ἡ τουφεκεˬὰ Μῆλ. ᾿Ανώφελα τώρᾳ ἀγωνει͜ούμαστε καὶ μάταια πολεμᾶμε ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 44 || Ποίημ. Τὸ τραγούδι σου ἀντηχοῦσε μυριˬοστόλιστο ’ς τ’ ἀγέρι κ’ ἐγὼ γειρμένος ἅπλωνα ἀνώφελα τὸ χέρι ΣΜαρτζώκ. Νέα ποιήμ. 56 Συνών. ἀδιˬαφόρετα 1, ἀδιαφόρευτα 1, *ἀνωφέλει͜α, ἀνωφέλευτα, ἀνωφέλητα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/