ἀνώφελος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνώφελος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνώφελος ἐπίθ. Κέρκ. Κρήτ. Μῆλ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Λακων. Τριφυλ.) Πόντ. (Οἰν.) - ΚΠαλαμ. Δωδεκ. Γύφτ.2 48 – Λεξ. Περίδ. ᾽Ηπίτ. Βλαστ. ἀνούφελος Μύκ. ἀνάφελος Κύθηρ. ἀνέφελος Κέρκ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Νίσυρ. Πελοπν. (Μάν.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀνώφελος.
Σημασιολογία
1) ᾿Ανωφελής, ἄχρηστος ἔνθ’ ἀν.: ’Ανάφελος ἄθρωπος εἶναι Κύθηρ. Ἄνθρωπος ἀνέφελος καλύτερα νὰ πεθάνῃ Γαλανᾶδ. Λίγα ξέρει καὶ καλά, ὄχι πολλὰ κιˬ ἀνώφελα ᾿Αρκαδ. Δεντρὰ ἀνέφελα Κέρκ. Εἶναι ἀνέφελος ὁ καηˬμένος Μάν. || Ποίημ. Δῶσ᾿ τὴν πλάτη, δῶσ’ τὰ χέριˬα σου, | Γύφτε ἀνώφελε, ἀκαμάτη ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Σπαν. στ. 347 (ἔκδ. ΔΜαυροφρ. σ. 12) «μὴ δώσῃς πρᾶγμ᾽ ἀνώφελον εἰς πορνοκαπηλεῖα». Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνωφέλευτος. 2) ᾽Αδύνατος, ἀσθενικός, καχεκτικὸς Νίσυρ. Πελοπν. (Μάν.): Ἀνέφελον παιδὶ Νίσυρ. Τὰ παιδιˬά μας εἶναι μικρὰ κιˬ ἀνέφελα Μάν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνωφέλητος 1β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA