ἀνωφλοκάτωφλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνωφλοκάτωφλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνωφλοκάτωφλο τό, Σίφν. ἀνωφιλοκάτωφλο Κρήτ. (Βιάνν.) ἀνιφλουκάτουφλου Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀνιφλουκάτιφλου Θρᾴκ. Ἴμβρ. ἀνεφοκάτεφλο Νάξ. (Δαμαρ. Φιλότ.) ἀνεκάτωφλο Θήρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀνώφλι καὶ κατώφλι. Ὁ τύπ. ἀνεκάτωφλο κατ’ ἀνομ. ἐκ τοῦ ἀνεφλοκάτωφλο ἀποβληθείσης ὁλοκλήρου τῆς συλλαβῆς φλο. Καὶ ὁ τύπ. ἀνεφοκάτεφλο κατ᾿ ἀνομ. ἐκ τοῦ ἀνεφλοκάτεφλο, ἀποβληθέντος τοῦ πρώτου λ.

Σημασιολογία

Τὸ ἀνώφλιον καὶ κατώφλιον ὁμοῦ ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Ποῦ ν᾽ ἀνεστενάζουνε οἱ bοd’κοὶ ᾽ς τ’ ἀνεφοκάτεφλα τοῦ σπιτιˬοῦ σου! (ἀρὰ) Δαμαρ. || ᾌσμ. Κ’εἶνι τ᾿ ἀνιφλουκάτουφλα γιρόντων οἱ κουκκάλις (ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Χάροντος) Αἶν. Ἡ εὐχὴ τοῦ πεθεροῦ σου ’ς τὰ καdούνιˬα τοῦ σπιθιˬοῦ σου κ’ ἡ εὐχὴ τσῆ πεθερᾶς σου ’ς τ’ ἀνεκάτωφλά σου Θήρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/