ἀξάγκλυστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξάγκλυστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀξάγκλυστος ἐπίθ. ΣΠασαγιάνν. ἐν Νουμᾶ 233, 4 ἀξὰγκλυστους Στερελλ. (’Αράχ.) ἀξὰγκλυγος Ζάκ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Σουδεν. Συκεˬὰ Κορινθ.) ἀξάgλυγος Κεφαλλ. Λευκ. ἀξάγκλυγους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀξάγκλυους Στερρελ. (Αἰτωλ.) ἀξάgλυους Εὔβ. (Στρόπον.) ἀξάγκλεγος ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 76 - Λεξ. Μπριγκ. ἀξάgλεγος Κεφαλλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξαγκλυστὸς<ξαγκλύζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ξανθείς, ἐπὶ ἐρίων Κεφαλλ. Λευκ. Στερελλ. (᾿Αράχ.): Μαλλιˬὰ ἀξάgλυγα Λευκ. || Φρ. Τά ’βρα μαλλιˬὰ ἀξάgλυγα (ἐπὶ πραγμάτων δυσχερῶν) αὐτόθ. Αὐτὸ τὸ ζήτημα εἶναι μαλλιˬὰ ἀξάgλυγα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κεφαλλ. Συνών. ἀλανάριστος 1, ἀλάναρος, ἄξαντος. 2) ᾿Ακτένιστος ἔνθ’ ἀν.: Μαλλιˬὰ ἀξάgλεγα Κεφαλλ. Γιˬατί εἶσαι ἀξάγκλυγος σήμερα; Συκεˬὰ Κορινθ. Ἦταν ἀξάγκλυη ’λότιλα Αἰτωλ. Ἔλα νὰ σ’ ξαgλύσου, μαρή, ποῦ πιρπατεῑς ἀξάgλυη σὰν τὴν ἀρκούδα Στρόπον. Μὲ τὰ μάτιˬα βαθουλλά, μὲ τὰ μαλλιˬὰ λερὰ κιˬ ἀξάγκλεγα ἔβλεπαν μέσ᾿ ἀπὸ τὰ σιδερένιˬα δίχτυα τῶν παραθυριˬῶν ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. Μαλλιˬὰ ἀξάγκλυστα ΣΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. 3) Μεταφ. πολύπλοκος, δυσχερὴς Κεφαλλ.: Λογαριˬασμὸς ἀξάgλυγος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/