ἀξαγόραστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξαγόραστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀξαγόραστος ἐπίθ. Ἤπ. Λευκ. - Λεξ. Δεὲκ Μπριγκ. ἀξογόραστους Ἤπ. (Ζαγόρ. ’Ιωάνν. Χουλιαρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξαγοραστὸς<ξαγοράζω.

Σημασιολογία

1) Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου δὲν ἀπεπληρώθη ἡ τιμὴ Ἤπ. (Χουλιαρ. κ.ἀ.) Λευκ. - Λεξ. Δεὲκ Μπριγκ.: Το’ ’χου ἀξαγόραστου τοὺ μ᾿λάρ’ ἀκόμα (δὲν ἐπλήρωσα ὅλα τὰ ὀφειλόμενα) Χουλιαρ. 2) ᾿Ανεκτίμητος, πολύτιμος (ὁ μὴ δυνάμενος δηλ. νὰ ἐξαγορασθῇ διὰ χρημάτων) Ἤπ. (Ζαγόρ. ’Ιωάνν. Χουλιαρ. κ.ἀ.): Ἀξαγόραστους ἄθρουπους Ζαγόρ. Ἡ καλωσύ᾿ π’ μοῦ ᾽κανις εἶνι ἀξαγόραστη Ἰωάνν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/