ἀξαγόρευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξαγόρευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξαγόρευτος ἐπίθ. Ζάκ. Ἤπ. Θήρ. Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.) Σύμ. κ.ἀ. -Λεξ. Δεὲκ ᾿Ηπίτ. Μπριγκ. ἀξαόρευτος Θήρ. ἀξαγόριφτους Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) ἀξαβούρευτος Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) ἀξηγόρευτος Κύπρ. ἀξηόρευτος Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξαγορευτὸς<ξαγορεύω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Ὁ τύπ. ἀξηγόρευτος καὶ μεσν.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἐξαγορευθείς, ὁ μὴ ἐξομολογηθεὶς ἔνθ’ ἀν.: Μετάλαβε ἀξαγόρευτος Κρήτ. κ.ἀ. ᾽Αξαβούρευτος καὶ ἀκοινώτητος ἐπέθανεν Κερασ. Συνών. ἀξεμολόγητος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA