ἀξανάσαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξανάσαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξανάσαστος ἐπίθ. ΜΜαλακάσ. ᾿Ασφόδ. 82 καὶ 133 ΣΜατσούκ. Γλυκοχαράμ. 73
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξανασαστὸς<ξανασαίνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ξανασαίνων, ὁ μὴ ἀναπνέων, ἄπνους ΜΜαλακάσ. ᾽Ασφόδ. 82: Ποίημ. Τῆς Σίβυλλας ἡ ἐφτάλφα σοῦ σφραγίζει τὸ πικραχείλη σου, ἀξανάσαστε, ἀδελφὲ 2) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ εὕρῃ ἡσυχίαν, δυστυχισμένος ΜΜαλακάσ. ’Ασφόδ. 133 ΣΜατσούκ. ἔνθ’ἀν.: Ποιήμ. Κόσμε φτωχέ, ἀξανάσαστε, δυστυχισμένε, μέρα καὶ νύχτα πάντα ’ς τὴ βοὴ ΜΜαλακάσ. ἔνθ' ἀν. Κ’ ἡ μάννα της σὰν ἄκουσε τὴν κόρη ντροπιˬασμένη, βαρύγνωμη, ἀξανάσαστη, χλιμμένη ’ς τὸν καηˬμό της ΣΜατσούκ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA