ἀξάνοιχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξάνοιχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀξάνοιχτος ἐπίθ. Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξανοιχτὸς<ξανοίγω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ξανοιγμένος, ὁ περιωρισμένον βίον ζῶν, αἰδήμων ἔνθ’ ἀν.: Ἀξάνοιχτο κορίτσι Λεξ. Πρω. Συνών. ντροπαλός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/