ἀξάφριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξάφριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξάφριστος ἐπίθ. κοιν. ἀξάφριστους βόρ. ἰδιώμ. ἀξέφριστος Χίος ἀξήφριστος Σύμ. ἀξάφριος Παξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξαφριστὸς<ξαφρίζω.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος ἀπὸ τοῦ ὁποίου δὲν ἀφῃρέθη ὁ ἀφρὸς ὁ σχηματιζόμενος κατὰ τὸν βρασμόν, ἐπὶ φαγητῶν ἔνθ’ ἀν.: Κρέας ἀξάφριστο κοιν. || Φρ. ’Αξήφριστον εἶναι! (ἐπὶ τῶν πραττόντων ταχέως καὶ συνεχῶς τὸ αὐτό, ἐκ μεταφ. ἐκείνων οἱ ὁποῖοι πηδοῦν εἰς τὴν θάλασσαν ἀμέσως ὁ εἷς κατόπιν τοῦ ἄλλου, ὥστε νὰ μὴ διαλύεται ὁ ἐκ τῆς πτώσεως παραγόμενος ἀφρὸς) Σύμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA