ἀξέβγαλτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξέβγαλτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀξέβγαλτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀξέβγαλτους βόρ. ἰδιώμ. ἀξέβγαρτος Κρήτ. Χίος.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ἀξεβγαλτὸς<ξεβγάλλω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἐκπλυνθεὶς τὴν τελευταίαν διὰ καθαροῦ ὕδατος πλύσιν, ἐπὶ ὑφασμάτων καὶ ἐνδυμάτων σύνηθ.: ’Αξέβγαλτα ροῦχα - σεντόνιˬα κττ. σύνηθ. Συνών. ἀκατένιστος 1. 2) Μεταφ. ἄπειρος, ἀδαὴς σύνηθ.: ᾿Αξέβγαλτο κορίτσι - παιδί. 'Αξέβγαλτη γυναῖκα σύνηθ. Ἀξέβγαρτο ’ν’ τὸ κακορρίζικο καὶ δὰ τὴνε φάνε Κρήτ. Συνών. ἄβγαλτος Β1γ, ἀγύριστος Α5, ἀμάθητος 2, ἄμαθος 1, ἀνάσυρτος Β2, ἀνήξερος 1β. β) Σεμνός, χρηστοήθης Θεσσ. (Ζαγορ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/