ἀξεκαθάριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξεκαθάριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξεκαθάριστος ἐπίθ. κοιν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξεκαθαριστὸς<ξεκαθαρίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἐκκαθαρισθείς, ὁ μὴ τακτοποιηθείς : Λογαριˬασμὸς ἀξεκαθάριστος κοιν. Πβ. ἀξεμπέρδευτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA