ἀξεκούμπωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξεκούμπωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξεκούμπωτος ἐπίθ. σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξεκουμπωτὸς<ξεκουμπώνω.
Σημασιολογία
Ὁ κουμπωμένος: Γελέκο –παλτὸ ἀξεκούμπωτο. Εἶμαι ἀξεκούμπωτος. Πβ. ἀθηλώκωτος 1, ἀξεθηλύκωτος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA