ἄξερτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄξερτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄξερτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀνέξερτας Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξερτὸς<ξέρω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ γνωρίζων τι, ἀμαθής, ἀδαὴς : Ντ’ ἄνεξερτον πλάσ’ εἶσ’ ἐσὺ τό παιδίν! (τί ἀμαθὲς πλάσμα εἶσαι σὺ τὸ παιδίον!). Ὁ ἀναβιβασμὸς τοῦ τόνου εἰς τὸ ἄνεξερτον διὰ τὸ προηγούμενον ἐρωτηματικὸν ντό₌τί;) Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀνήξερος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/