ἀξεσκόλιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξεσκόλιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀξεσκόλιστος ἐπίθ. Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξεσκολιστὸς<ξεσκολίζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ περατώσας τὰς σχολικάς τον σπουδὰς ἔνθ’ ἀν.:᾽Αξεσκόλιστο παιδί. 2) Ὁ μὴ ἀποκτήσας ἀκόμη τελείαν πεῖραν τῶν τοῦ κόσμου. Πβ. ἀξέβγαλτος 2. ᾽Αντίθ. ξεσκολισμένος (ἰδ. ξεσκολίζω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/