ἀξεφλούδιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξεφλούδιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξεφλούδιˬαστος ἐπίθ. ἀξιφλέδιαστους Λυκ.(Λιβύσσ.) ’ξιφλούδιαστους ᾿΄Ηπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξεφλουδιˬαστὸς<ξεφλουδιˬάζω.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου δὲν ἀφῃρέθη ὁ φλοιός : ᾿Εχουμ᾿ ἀκόμα τ’ ἀραπουσίτιˬα ᾿ξιφλούδιˬαστα Ζαγόρ. Συνών. ἀγλούπιστος 1, ἄγλυφτος 1, ἀκαθάριστος 1δ, ἀκούρευτος (Ι) 2, ἀξεφλούδιστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA