ἀξεφούρνιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξεφούρνιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξεφούρνιστος ἐπίθ. πολλαχ. ἀξηφούρνιστος Κύπρ. ἀξεφούρνιος Παξ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξεφουρνιστὸς<ξεφουρνίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἐκβληθεὶς ἐκ τοῦ φούρνου, ἐπὶ ἄρτων πολλαχ. : Τὰ ψουμιˬὰ εἶναι ἀξεφούρνιστα πολλαχ. Ἔχομαν τὸ ψωμὶ ἀκόμα ἀξεφούρνιο Παξ. 2) Μεταφ. ὁ μὴ ἐκβληθεὶς ἐκ τοῦ στόματος, ἐπὶ λόγου ΓΨυχάρ. Τὰ δυὸ ἀδέρφ 82: Σύναζε νομίσματα καὶ γιὰ νὰ φανῇ πῶς ἤτανε ἀρχαιολόγος ’ς τ’ ἀλήθε͜ια σοῦ ξεφούρνιζε . . . τοῖς πεˬὸ ἀξεφούρνιστες ἑλληνικοῦρες. Συνών. ἀξεστόμιστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA