ἀξεχείμαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξεχείμαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀξεχείμαστος ἐπίθ. Λεξ. Αἰν. ἀξιχείμαστους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξεχειμαστὸς<ξεχειμάζω.)

Σημασιολογία

Ὁ μὴ κατελθὼν κατὰ τὸν χειμῶνα εἰς πεδινὰ χειμάδια διὰ νὰ διαχειμάσῃ ἔνθ’ ἀν. : Τί περιμέ’ς ξύγγ’ ἀπ᾿ αὐτάνα, ἀξιχείμαστα πράματα (ἐπὶ ἰσχνῶν ζῴων). 2) Ὁ μὴ διελθὼν ἀκόμη τὸν χειμῶνα Στερελλ (Αἰτωλ): Εἶνι ἀξιχείμαστα ἀκόμα τὰ πράματα κ᾿ εἶνι παχεˬὰ (διότι δὲν ὑπέστησαν τὰς κακουχίας τοῦ χειμῶνος, ὥστε νὰ ἀδυνατίσουν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/