ἀξέχωστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξέχωστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξέχωστος ἐπίθ. Θράκ. (Σαρεκκλ.) Χίος κ. ἀ. ἀξέχουτους Σάμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξεχωστὸς<ξεχώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἐκταφεὶς ἔνθ’ ἀν. : Ὁ πατέρας μου εἶναι ἀκόμη ἀξέχωστος (δὲν ἐγένετο ἀνακομιδὴ τῶν ὀστῶν αὐτοῦ) Σαρεκκλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA