ἀξήγητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξήγητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀξήγητος ἐπίθ ἀνεξήγητος λόγ. σύνηθ. ἀξήγητος πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξηγητὸς<ξηγῶ. Ἡ λ. καὶ ἐν χειρογρ. τοῦ 17ου αἰῶνος. Πβ. Λαογρ. 3(1911)389. Τὸ ἀνεξήγητος μεταγν.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἐρμηνευθῇ, νὰ ἐξηγηθῇ σύνηθ.: Καὶ τότε μέσα μου ἄναψεν ἀξήγητη μιˬὰ δύναμι ποῦ δὲ βρίσκω λόγιˬα νὰ τὴν πῶ ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 44 || Ποιήμ. Ὅλα εἶχαν πάρει μιὰ σοφὴ καὶ μιὰ ἀνεξήγητη ὀμορφιˬὰ ΙΠαναγιωτόπ. ἐν ᾿Ανθολ. Η ’Αποστολίδ. 321. Λαχτάρες ἀνεξήγητες βαθεˬά μου | ἀθώρητο ἕνα χέρι ἔχει ξυπνήσει ΣΜαυροειδ. ἐν ᾽Ανθολ. Η’Αποστολίδ. 239.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/