ἀξία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀξία ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Χαλδ.) ἀξίγιˬα Πόντ.(Κερασ.) ἀξιˬὰ Θρᾴκ. (Μάδυτ. Σαρεκκλ. Σηλυβρ.) Κωνπλ. Μεγίστ Σύμ. κ. ἀ. ἄιˬά Ἴμβρ. ἀξὰ Κρήτ Κυδων. Λέσβ. κ. ἀ. ἄξιˬα Κύθηρ. ᾽ξιˬὰ Κάλυμν. Κρήτ. Σίφν. Στερελλ. (Καλοσκοπ.) κ. ἀ. ’ξὰ Κρήτ. Σύμ. ἐξιˬὰ Κάρπ. Κρήτ. ἐξὰ Θήρ. Κρήτ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀξία. Ὁ τύπ. ἀξιˬὰ καὶ ἐν ’Ερωφίλ. πρᾶξ Β στ. 41 (ἔκδ. ΚΣάθα σ. 334). Ὁ τύπ. ἐξὰ καὶ παρὰ Γύπαρ. πρᾶξ. Β στ. 184 (ἔκδ. ΚΣάθα σ. 209). Ὁ τύπ. ᾽ξιˬὰ καὶ παρὰ Φωσκόλ. Φορτουνᾶτ. πρᾶξ. Γ στ. 774 (ἔκδ. ΣΞανθουδ. σ. 126).

Σημασιολογία

1) Τὸ τίμημα πράγματός τινος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν Χαλδ.): Πρᾶμα- σπίτι-χωράφι χωρὶς ἀξία. Τὸ δαχτυλίδι αὐτὸ ἔχει μεγάλη ἀξία κοιν. 2) Χρησιμότης, ὠφέλεια σύνηθ. : Αὐτὰ ποῦ λές δὲν ἔχουν καμμιˬὰ ἀξία. Λόγιˬα χωρὶς ἀξία. 3) Ἱκανότης, ἐπιτηδειότης κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Ἄνθρωπος χωρὶς ἀξία. Ὑπάλληλος μὲ μεγάλη ἀξία κοιν. Ἦρτες νὰ δείξῃς τὴν ἀξιˬά σου! Θρᾴκ.(Σαρεκκλ.) Ντό ἀξίαν ἔεις ἐμὲν ἀτὰ νὰ λές; (τί ἱκανότητα ἔχεις ἐσὺ διὰ νὰ μοῦ λέγῃς αὐτά;) Κερασ. || Φρ. ᾿Αξιˬά σου, νὰ μὴ σοῦ καταφέρουν τίποτε! (πρόσεχε νὰ φανῇς ἱκανός!) Νάξ. ᾽Αξά σου! (εἰρωνικῶς πρὸς καυχώμενον δι᾿ εὐτελεῖς πράξεις) Κυδων. || Παροιμ. Ἑ Θεˬὸς τοὶς μούτ-τες κόβγει τες καὶ τοὶς ἀξιˬὲς χαλᾷ τες καὶ τὰ μεγάλα κάτεργα ’ς τὸ φοῦντος τὰ φουντάρει (ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται) Μεγίστ. Συνών. ἀξιˬάδα, ἀξιότη1,*ἀξιωμάδα, ἀξιωμάρα,ἀξιωσύνη, ἀντίθ. ἀναξιωσιˬά, ἀναξιωσύνη. β) Ἐκτίμησις, ὑπόληψις σύνηθ.: Τὸν ἔχει σὲ μεγάλη ἀξία! γ) Καύχημα Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Λεσβ : Τοὺν ἔ’ μεγάλ᾽ ἀξιˬὰ Λέσβ. Συνών. καμάρι. 4) Τιμή, δόξα Θρᾴκ.(᾿Αδριανούπ.) Ζάκ. Ἤπ. Κύθηρ. Κωνπλ κ. ἀ. : Φρ. Ἀξιˬὰ καὶ τιμή σου ! Κωνπλ. Ἄξιˬα καὶ τιμή σου ! Θήρ. κ. ἀ. 5) Δικαίωμα, ἐλευθερία, ἐξουσία (ἡ σημ. ἐκ παρασυσχετισμοῦ πρὸς τὸ ἀξιώνω) Κάρπ. Κρήτ. : Δὲν ἔχει ἐξιˬὰ νὰ κάμῃ τίποτε Κάρπ. Δὲν ἔχω τὴν ἐξιˬά μου νὰ βγῶ ἀπὸ τὸ σπίτι Κρήτ. Δὲν ἔχω τὴν ἐξά μου μηδὲ νὰ μιλήσω αὐτόθ. || Φρ. Νὰ φύγω; - ᾿Ξιˬά σου ! (δικαίωμά σου, εἶσαι ἐλεύθερος) αὐτόθ. Να ρθῶ νὰ σοῦ συντράμω; - ᾿Ξά σου σὰ θές ! αὐτόθ. || Παροιμ. Ὅdεν εἶν᾽ εὐγιˬά, βάστα τὸν ἀbᾶ σου, κιˬ ὅdε βρέχῃ, ᾽ξιˬά σου! (συνήθως μετὰ τὴν εὐδίαν ἐπέρχεται κακοκαιρία) αὐτόθ. || Ἆσμ. Ὥστε νὰ στέκουν τὰ βουνά, θὰ στέκω ’ς τὴ φιλιˬά σου, θὰ στέκω ’ς τὴν ἀγάπη σου καὶ σένα πάλι ᾽ξά σου! αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Φωσκόλ. ἔνθ' ἀν. «λοιπὸ ἀνὲ πεθυμᾷς καὶ σὺ νὰ κάμῃς τὴ δουλειά σου, Ι ὅ,τ σ᾽ ὁρίζει κάμε το, πάλι ἄ δὲ θέλῃς, ᾿ξιά σου». 6) Εὐθύνη (ἡ λόγῳ τῆς ἐλευθερίας καταλογιζομένη) Κρήτ Σὰν ἐφύγανε τοῦ ’πα, μὴ μᾶσε ’μολοήσῃς, γιˬατὶ ᾿ξιˬά σου ! Κάμε σὺ τοῦτο ποῦ σοῦ λέγω καὶ ᾽ξά μου ἐμένα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/