ἀξίδιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξίδιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀξίδιˬαστος ἐπίθ. Νάξ. (᾽Απύρανθ.) ἀξίδιαστους ᾿΄Ηπ. (Ζαγόρ.) ἀξίδιαγους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ξιδιˬαστὸς<ξιδιˬάζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ μεταβληθεὶς εἰς ὄξος Ἤπ. (Ζαγόρ.) Νάξ.(᾽Απύρανθ.): Μιˬὰ μεθήρα ᾽ναι μον’ ἀξίδιˬαστη, οἱ ἄλλες ὅλες εἶναι ξιδιˬασμένες (μεθήρα₌πίθος χωρητικότητος 80 ὀκ.) ’Απύρανθ. Τοὺ κρασὶ εἶν’ ἀξίδιˬαστου Ζαγόρ. 2) Ὁ μὴ ἀναμειχθεὶς μετ’ ὄξους, ἐπὶ φαγητῶν Στερελλ. (Αἰτωλ.):᾿Αξίδιˬαγα τὰ φασούλιˬα τὰ τρώου Αἰτωλ. Συνών. ἀξίδωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA