ἀξίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀξίζω κοιν. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ.) ἀξίζ-ζω Κάσ. ἀξίτζω Σίφν. ἀξίντζω Χίος ᾿ξίζω Νάξ. (’Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄξιος.

Σημασιολογία

Διατιμῶμαι, τιμῶμαι κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.) : Πόσο ἀξίζει; Αὐτὸ τὸ βραχιˬόλι ἀξίζει πέντε χιλιˬάδες δραχμὲς κοιν. Τὸ σιτάριν σου ᾽ὲν ἀξίξει μιˬὰν δεκάραν Κύπρ. Ἀτὸ τὸ δαχτυλίδ’ τιδὲν ᾿κ’ἂξι’ζ’ (ἐκ τοῦ ’κὶ ἀξι'ζ᾽. τιδὲν₌=τίποτε) Τραπ. ‖ Παροιμ. Τοῦ γονεˬοῦ τό τίοτα ἀξίτζει (τὸ πλέον ἀσήμαντον πρᾶγμα ἐκ τῶν γονέων προερχόμενον εἶναι πολλοῦ ἄξιον) Σίφν. Ἀξίζει μιˬὰ παλα͜ιόκοττα γιˬὰ δέκα πουλλακίδες (διότι ἔχει πολὺν ζωμόν. Πβ συνών. φρ. ἡ παλα͜ιὰ κόττα ἔχει τὸ ζουμὶ) Κεφαλλ. β)Ἔχω μεγαλυτέραν ἀξίαν, τιμῶμαι πλείονος Κύπρ. : Τὸ σημερινὸν ἀβκὸν ἀξίζει τὴν αὐρινὴν ὄρνιθαν. 2) Ἔχω ἀξίαν, ἱκανότητα κοιν. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ.) Δὲν εἶμαι γιˬὰ πέταμα, κἄτι ἀξίζω κ᾿ ἐγώ. Τώρᾳ κατάλαβα τί ἀξίζει ἕνας καλὸς γιˬατρὸς κοιν. || Παροιμ. Ὁ ἕνας ᾽ξίζει ἑκατὸ κ’ οἱ ἑκατὸ δὲ ᾿ξίξουν ἕνα (ἐπὶ ἀνθρώπου λίαν ἱκανοῦ) Νάξ. (᾽Απύρανθ.) β) Εἶμαι ἄξιος ἐκτιμήσεως, ἐκτιμῶμαι κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Τὸν ἀγαπᾷ ὁ κόσμος, ἀλλὰ τί τὰ θές, τ᾿ ἀξίζει κοιν. || Φρ. Τ᾽ ἀξίζει! (μέση σημ. καὶ ἐπὶ καλοῦ καὶ κακοῦ) κοιν. || Παροιμ. Πές μὲ πο͜ιὸν πᾶς νὰ σοῦ πῶ τί ἀξίζεις (ἐκ τῆς μετὰ τῶν ἄλλων συναστροφῆς κρίνεται συνήθως καὶ ἡ ἀξία ἑκάστου) σύνηθ. Ὅσου βαρεῖ, ἀξίζ’ (ἐπὶ ἀνθρώπου μεγάλου κύρους, ἀξίας) Μακεδ. Ἁγὶ-Γεˬώρις ὅσον νὰ χᾶται, πολλοὺς ἅγιˬους ἀξίζει (ἡ πραγματικὴ ἀξία διαφαίνεται παρ’ ὅλας τὰς ἀντιξόους περιστάσεις) Κερασ. γ) Είμαι ὠφέλιμος, χρήσιμος κοιν.: Δὲν ἀξίζει τίποτε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος. Σήμερα ἀξίζει νὰ ἔχῃ κἀνεὶς χρήματα κοιν. 3) ᾽Απροσ., ἁρμόζει, πρέπει κοιν. : Δὲν ἀξίζει νὰ τὸν κατηγορῇς. ’Αξίζει νὰ προβιβαστῇ, γιατὶ δούλεψε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/