ἀξινάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξινάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀξινάρα ἡ, Λεξ. Δεὲκ Μπριγκ. Βλαστ. ’ξινάρα Πελοπν. (Κυνουρ. Μάν.) ᾿ινάρα Πελοπν. (Τρίκκ.)
Ετυμολογία
Μεγεθ. τοῦ οὐσ. ἀξινάρι.
Σημασιολογία
Μεγάλη ἀξίνη Λεξ. Δεὲκ Μπριγκ. Βλαστ. Συνών. ἀξινούρα. 2) ᾿Αξίνη, πέλεκυς Πελοπν. (Μάν.): Τοῦ ᾽δωκε καὶ μιὰ ’ξινάρα γιὰ νὰ κόβῃ ξύλα. 3) Σκαπάνη Πελοπν. (Κυνουρ. Τρίκκ.): Μὲ τὴ στενὴ ᾽ινάρα ἀνοίγουμε τὰ γουβιˬὰ Τρίκκ. || Ἆσμ. Μὰ τὴν 'ξινάρ’ ἁρπάζουνε, | ’ς τὴν Ἀμαλιάδα φτάνουνε Κυνουρ. Συνών. ἀξινάρι 2, ἀξίνη 2, ἀξινορύγι, μακέλλι, σκαλιστήρι, τσάππα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA