ἀξιναράκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξιναράκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀξιναράκι τό, ἀμάρτ. ᾿ξιναράκι Κεφαλλ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ ἀξινάρι διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άκι.

Σημασιολογία

Μικρὰ σκαπάνη : Παροιμ. Δούλευε, ᾽ξιναράκι μου, κατὰ τὴν ἐξοδιˬά σου (ἐργάζου ἀναλόγως πρὸς τὴν ἀμοιβήν σου. Συνών. παροιμ. δούλευε, τσαππάκι μου, κατὰ τὴν πληρωμή σου. ᾿Ιδ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 4, 551. ἐξοδιˬὰ₌ἡ τροφὴ τοῦ ἐργάτου). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀξινάκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/