ἀξιναρέα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξιναρέα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀξιναρέα ἡ, Πόντ. (Κερασ. Σαντ Χαλδ.) ἀξιναρέγιˬα Πόντ. (Κερασ.) ᾽ξιναρεˬὰ ΣΠερεσιάδ. Χορ. Ζαλόγγ. 60
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀξινάρι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ-έα, δι᾽ ἣν ἰδ. -εˬά.
Σημασιολογία
Κτύπημα, πλῆγμα δι’ ἀξίνης ἔνθ’ ἀν. : Μετ' ἕναν ἀξιναρέαν ἔκισεν τὸ ξύλον Χαλδ. || Φρ. Ἕναν τρανὸν ἀξιναρέαν ἐντῶκεν ἀτον ὁ Θεὸν (τὸν ἐτιμώρησε σκληρῶς ὁ Θεὸς) Χαλδ. || Ποίημ. 'Σ τὸν τάφο ποῦ σᾶς ἄνοιξα δὲ λείπει τίποτ’ ἄλλο παρ' ἡ στερνή μου ᾿ξιναρεˬά, ἕτοιμος νὰ τὸν κάμω ΣΠερεσιάδ. ἔνθ'ἀν. Συνών. ἀξινέα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA