ἀξινάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξινάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀξινάρι τό, ἀξινάριν Πόντ. (Κερασ.) ἀξινάρι σύνηθ. ἀξινάρ’ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Καππ. (᾽Ανακ. Φάρασ.) Λέσβ. Πόντ (Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀξ᾿νάρ᾿ Λέσβ. ἀχτινάρ’ Καππ.(Τελμ.) ἀστιμάρι Καππ. (Φάρασ.) ἀστουμάρι Καππ. (Σινασσ.) ἀξιμάρ’ Καππ. (Σινασσ.) ἀξιπάρ’ Καππ. (Τελμ.) ᾽ξινάριν Κύπρ. ᾿ξινάρι πολλαχ ᾿ξινάρ᾿ Τῆν. ᾽ξινιˬάρι Πελοπν. (Ἄργ. Κορινθ. Κυνουρ. Λάστ Οἰν.) ’φσινάρι ᾽Απουλ. ’τσινάρι 'Απουλ. ’τσιμάρ’ Καππ.(Γούρδ.)᾽στιμάρ’ Καππ. (Φερτάκ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀξινάριν, ὃ ἐκ τοῦ μεταγν. ἀξινάριον.

Σημασιολογία

1) Πέλεκυς μονόστομος ἢ δίστομος μὲ τὴν μίαν πλευρὰν πλατυτέραν, τὴν δ’ ἑτέραν στενωτέραν σύνηθ. καὶ Καππ. (᾽Ανακ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἔπκιˬασεν τὸ ᾽ξινάριν νὰ κόψῃ ξύλα Κύπρ. ’Εντῶκεν μὲ τ᾿ ἀξινάρ’ κ᾽ ἔκισεν τὸ ξύλον Τραπ. ᾿Επῆρε τ’ ἀξινάρ’ ταὶ κίζ’ τὰ ξύλα Ὄφ. 2) Σκαπάνη σύνηθ. καὶ ᾿Απουλ. Καππ. (Γούρδ. Σινασσ Τελμ. Φάρασ Φερτάκ.): Φρ. Πάει ᾿ς τὀ ᾿ξινάρι (πηγαίνει διὰ νὰ σκάπτῃ) Σουδεν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀξινάρα 3. 3) Ἔκτασις γῆς δυναμένη νὰ καλλιεργηθῇ δι’ ἀξίνης ἐντὸς μιᾶς ἡμέρας Ζάκ. Πβ. ζευγάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/