ἀξιναρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξιναρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀξιναρίζω Τῆν ᾿ξ᾽ναρίζω ᾿΄Ανδρ. (Κόρθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀξινάρι.

Σημασιολογία

1) Σκάπτω διὰ τῆς ἀξίνης Τῆν. : Νὰ τ’ ἀξιναρίσῃς τ’ ἀμπέλι. Συνών. ἀξινίζω μακελλίζω. 2)Καθαρίζω διὰ τῆς ἀξίνης τὸν ἀγρὸν ἐκ τῶν ἐν αὐτῷ ἀγρίων θάμνων Ἄνδρ. (Κόρθ.): Θὰ τοὺ ᾽ξ᾿ναρίσω τὸ χουράφ’.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/