ἀξιναρόπουλλον
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξιναρόπουλλον
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀξιναρόπουλλον τό, ἀξιναρόπον Πόντ. (Κερασ. Σαντ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀξινάρι καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -πουλλον.
Σημασιολογία
Μικρὸς πέλεκυς ἔνθ᾿ ἀν.: Ὁ παιδᾶς εἶεν ἕναν ἀξιναρόπον μικρὸν καὶ φαρμακερόν (ἐκ παραμυθ.) Κερασ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA