ἀξιότη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀξιότη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀξιότη ἡ, Κεφαλλ. Κρήτ. Κύπρ. Κῶς Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (’Αρκαδ. Κυνουρ. Λακων.) Σκῦρ. ἀξιότ’ Θρᾴκ. (Διδυμότ.) Στερελλ. (’Αράχ.) ἀξιότε Πόντ. (Κερασ.) ἀξιγιˬότε Πόντ. (Κερασ.) ἀξιότητα Κρήτ. Πελοπν. (Κυνουρ.)- LRoussel Grammaire 303 ἀξιότ’τα Σκῦρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄξιος. Τύπ. ἀξιότης καὶ ἐν Θησαυρ.
Σημασιολογία
1) Ἱκανότης, δεξιότης ἔνθ’ ἀν. :Δὲν ἔχει ἀξιότη ’Αρκαδ. Εἶδαν τὴν ἀξιότην του κ’ ἠφουήθηκάν τουν Λιβύσσ. Ἄξιότ’τα π’ τ᾽ν ἔχεις, νὰ μὴ βασκαθῆς ! Σκῦρ. ᾿΄Εχει ἀξιότη τὸ παιδὶ Κυνουρ. Εἶντα νὰ κάμῃς τοὺς π-παράες ἐ’σού, σὰν ἔῃς τόσην ἀξιότην ! Κύπρ. Ἡ ἀξιότε σ᾿ ἀπατοῦ θ φαίνεται Κερασ. Συνών καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀξία 3. 2) ᾿Εν τῇ συνθηματ. γλώσσῃ, ὕδωρ Θρᾴκ. (Διδυμότ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA