ἀξιωματικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξιωματικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀξιωματικὸς ὁ, λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Πόντ. (᾿Αμισ.)᾽ξιουματικὸς Θεσσ. Θηλ. ἀξιουματικίινα Μακεδ. (Κοζ.)

Χρονολόγηση

Μεταγενέστερο

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀξιωματικός.

Σημασιολογία

1)’Επίσημος, ὑψηλῆς περιωπῆς ἄνθρωπος Πόντ. (᾿Αμισ.) 2) Ὁ ἐν τῷ στρατῷ ἢ τῷ ναυτικῷ κατέχων ἀξίωμα, βαθμὸν διοικητικὸν λόγ. κοιν.: Ἀξιωματικὸς τοῦ στρατοῦ-τοῦ ναυτικοῦ-τῆς χωροφυλακῆς κττ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/