ἀξιωσύνη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀξιωσύνη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀξιωσύνη ἡ, Κεφαλλ. Κρήτ. Νάξ. (’Απύρανθ.) Χίος (Καρδάμ.) -Λεξ. Δεὲκ ᾽Ηπίτ. ἀξιˬωσύνη Χίος ἀξιˬουσύ’ Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.) ἀξωσύνη Ἄνδρ. Θρᾴκ. ἀξουσύ’ Κυδων. Λέσβ. Σάμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄξιος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Γερμ.

Σημασιολογία

Ἱκανότης, δεξιότης ἔνθ’ ἀν.: Ἤθελε νὰ μᾶς δείξῃ τὴν ἀξιωσύνη του Κεφαλλ. Ἔχει ἀξωσύνη μεγάλη Ἄνδρ. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀξία 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/