γουλᾶτος (Ι)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουλᾶτος (Ι)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γουλᾶτος (Ι) ἐπίθ. ἀμάρτ. Οὐδ. γουλᾶτο Κάρπ. Πάρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ούσ. γούλα (Ι) καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –ᾶτος.

Σημασιολογία

1) Ὁ διὰ μιᾶς καταπινόμενος, ἐπὶ οἴνου Πάρ.: Φρ. Αὐτὸς τὸ πίνει τὸ κρασὶ γουλᾶτο (δηλ. μονομιᾶς, ἀπνευστί). Ἀντίθ. φρ. Αὐτὸς τὸ πίνει γουλιˬὰ-γουλιˬά. 2) Ὡς οὐσ., τὸ πρὸς τὸ ἔλυμα κεκαμμένον τμῆμα τοῦ ἱστοβοέως Κάρπ. Βλ. καὶ λ. βουλᾶτον, ὅπου κατὰ παρετυμ. ὑπήχθη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/