γουλᾶτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουλᾶτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γουλᾶτος (ΙΙ) ἐπίθ. Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Γαργαλ. Δυρράχ. Κάμπος Λακων. Κόκκιν. Κόρινθ. Κρεμμ. Μεσσην. Παππούλ. Τρίκκ. Τριφυλ.) γουλᾶτε Τσακων. ᾽ουᾶτος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) χουλᾶτους Στερελλ. (Ἀχυρ.) ἁγλᾶτους Σάμ. (Κουμαδαρ.) ὀγλᾶτους Σάμ. (Μαυραντζ.) οὐγλᾶτους Σαμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γούλα (ΙΙ) καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ᾶτος.
Σημασιολογία
Ὁ τρυφερός, μαλακὸς καὶ λεῖος, ἐπὶ ριζῶν ἢ βλαστῶν χόρτων Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Γαργαλ. Κάμπος Λακων. Κόκκιν. Κρεμμ. Μεσσην. Παππούλ. Τρίκκ. Τριφυλ.) Σάμ. (Κουμαδαρ. Μαυραντζ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Τσακων.: Ροδίκιˬα γουλᾶτα (ραδίκια ἔχοντα τρυφερας ρίζας) Κρήτ. Μάζωξα λάχανα διαλεχτά· ἔναι οὕλα γουλᾶτα Γαργαλ. ᾽ουᾶτα- ᾽ουᾶτα ᾽ναι τὰ χόρτα πού ᾽φερα σήμερα Ἀπύρανθ. Ηὕρηκα κάτ᾽ ραδικουβλάσταρα σήμερα ποὔτανι χουλᾶτα Ἀχυρ. Πῆρα κάτ᾽ μαρούλιˬα οὐγλᾶτα – οὐγλᾶτα Σαμ. Τού σκ᾽λή᾽ τὰ τρυπάει τὰ ἀλ᾽μάκιˬα τὰ ἀγλᾶτα (ἀλ᾽μάκιˬα = κλῶνοι εὐθυτενεῖς) Κουμαδαρ. Τ᾽ ἀργὰ ἔμαϊ ἔχουντε κἄτσι ροιˬδίτσα, ὅλα γουλᾶτα - γουλᾶτα (τὸ βράδυ εἴχαμε κἄτι ραδίκια ὅλα τρυφερὰ - τρυφερὰ) Τσακων. β) Ὁ σαρκώδης, ὁ λεῖος καὶ παχύς, ἐπὶ καρπῶν Κεφαλλ. Πελοπν. (Γαργαλ. Δυρράχ. Τρίκκ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Ἀχυρ.): Ἔκοψα κἄνα – δυˬὸ γουλᾶτα σταφύλιˬα ἀπ᾽ τὴν κληματαριˬὰ Γαργαλ. Οἱ σταφίδες γίνηκαν φέτος γουλᾶτες Τρίκκ. Γουλᾶτο ρεβίθι Κεφαλλ. Βλέπω κἄτι γουλᾶτο μέσα ᾽ς τὸ σακκί· εἶναι πατάτες; αὐτόθ. Εἶδις τί χουλᾶτα ρόιδα π᾽ κά᾽ ἡ ρουιˬδιˬά μας; Ἀχυρ. γ) Μεταφ., εὔρωστος, ἐπὶ παιδίων καὶ ζῴων Σάμ. (Κουμαδαρ.) Συνών. γουλωτός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA